Ο Παπαποστόλης γεννήθηκε στο Αγρίνιο τον Ιανουάριο του 1871. Γεννήθηκε από γονείς λαμπρούς μεν κατά κόσμον, αλλά και ευγενείς κατά την ευσέβεια και την αρετή, οι οποίοι ονομάζονταν Θεόδωρος και Ευαγγελία. Αφού τελείωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο Αγρίνιο, διορίστηκε Γραμματοδιδάσκαλος και επί περίπου δύο χρόνια παρέμεινε στο Βλοχό. Στη συνέχεια διορίστηκε υπογραμματεύς του Ειρηνοδικείου Αγρινίου και κατόπιν παντρεύτηκε την Μαριγώ Μαρκοπούλου, της οποίας ο πρόωρος θάνατος τον λύπησε πάρα πολύ. Το ιερατικό σχήμα έλαβε τον Σεπτέμριο του 1901 στο Θέρμο από τον τότε Μητροπολίτη Παρθένιο.Τον Ιούνιο του 1903 χειροτονήθηκε στην Αθήνα ιερεύς και τοποθετήθηκε αμέσως ως εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου. Το 1924, ο τότε Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, αφού εκτίμησε τη δράση και τις αρετές του π. Αποστόλου Φαφούτη, τον ανεκήρυξε Αρχιερατικό Επίτροπο. Στην συνέχεια προήχθη ο Παπαποστόλης εις Αρχιμανδρίτην, κατ' απόλυτον εκλογή.
Η δράση του Παπαποστόλη επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Τρέχει παντού για να ανακουφίσει και να ενθαρρύνει. Με την καλοσύνη του καθώς και με τις άλλες αρετές με τις οποίες ήταν στολισμένη η ψυχή του, γλυκαίνει τους πόνους των πληγωμένων καρδιών. Επισκέπτεται κατά τα χρόνια της κατοχής φυλακισμένους, παρηγορεί και νοσηλεύει τους ασθενείς. Κανείς από τους παλαιότερους σε ηλικία δε θυμάται τον Παπαποστόλη με αδειανές τις ιερατικές του τσέπες του φτωχού του αντεριού, ήταν πάντοτε γεμάτες. Γιατί ήταν προέκταση της καρδιάς του που ήταν πάντοτε γεμάτη αγάπη για όλους και για τον καθένα ξεχωριστά.
Το μεγάλο μυστικό του Παπαποστόλη ήταν η αγάπη. Αγαπούσε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς υπολογισμούς. Αγαπούσε απλά, όλους τους ανθρώπους. Όλους! Αλήθεια! Και τους εχθρούς του ακόμη. Ενώ ήταν κατώτερος στη σοφία από πολλούς μορφωμένους της εποχής του, τους ξεπερνούσε όμως κατά πολύ στην αγάπη. Εξάλλου, αυτό είναι εκείνο που σήμερα και πάντα καταξιώνει την ύπαρξή του. Πραγματικά ο Παπαποστόλης δεν έμαθε τη γνώση και τη σοφία του κόσμου τούτου, η οποία "φυσιεί" αλλά εσπούδασε την αγάπη που "οικοδομεί".
Βασικά δικό του έργο και προσωπικός μόχθος είναι η δεντροφύτευση σε εκείνο το γυμνό βουνό με τα λίγα δέντρα, που έγινε αργότερα δάσος και η μοναδική πηγή οξυγόνου για όλο το Αγρίνιο. Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δικό του έργο είναι και ο Νέος Ιερός Ναός του Αγίου Χριστοφόρου. Ένας ναός σύγχρονος και ευρύχωρος και, το πιο σημαντικό, μέσα στην πόλη. Οι εργασίες άρχισαν το 1920 και τελείωσαν το 1937. Τότε ο Παπαποστόλης επάνω στην ωριμότητά του (ήταν τότε 63 ετών) θα μπορούσε να πει: "Ηυφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα."
Πλήρης ημερών, παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και αφού παρεκάλεσε αυτούς που τον φρόντιζαν να δοθεί η μοναδική του περιουσία (ο σταυρός και τα παπούτσια του) στους φτωχούς. Ήταν 13 Αυγούστου του 1960 και ώρα 6 μ.μ. Όλος ο λαός του Αγρινίου και όλης της Αιτωλοακαρνανίας θρηνούσε την απώλεια ενός πραγματικού Αγίου που τους είχε συμπαρασταθεί και είχε βοηθήσει στις δύσκολες ώρες τους.
Ο Παπαποστόλης ήταν ένας κοινωνικός εργάτης. Ήταν ένας κοινωνιστής που η παρουσία του δε θύμιζε λιμνάζοντα νερά, τέλματα και αναπαυτικές πολυθρόνες, αλλά ορμητικό ποτάμι και στίβο, γιατί μέσα του έκρυβε δύναμη και δημιουργία και ανακαίνιση. Ήταν, θα λέγαμε, ένας σίφουνας δυνάμεως, ήταν μια θύελλα δημιουργική, ήταν η παρουσία του μέσα στην κοινωνία ένας σεισμός ζωοδότης, ήταν μια καταιγίδα σταλμένη από τον Παντοδύναμο για να καθαρίσει τα ερείπια και να στήσει εκεί Ναούς, να φωτίσει τη σκοτεινή και μολυσμένη ατμόσφαιρα της εποχής του και να μεταβάλει, φυτεύοντας δάση σε καθάρια, ζωογόνα, γαλήνια, υπερκόσμια.
Μ' αυτή τη φλόγα, το πύρωμα να κάνει κάτι συγκεκριμένο και θετικό, η ανακαινιστική του χάρη οραματίστηκε και μεταμόρφωσε ένα ξηρό βουνό σε δάσος απέραντο από πεύκα, βελανιδιές, και άλλα δέντρα, στόλισμα της πόλης, ομορφιά του Αγίου Χριστοφόρου, κατοικία και τόπος όπου ο φτερωτός κόσμος υμνεί τον Πλάστη του, η δε ψυχή του περιπατητή στέλνει στο Δημιουργό το δικό της δοξαστικό.
Είναι βέβαια παλαιά, κουραστική και ηρωική η ιστορία αυτού του δάσους. Παλαιά, γιατί χάνεσαι μέσα στην αρχή αυτού του αιώνα και της Ιερατικής σταδιοδρομίας του Παπαποστόλη, κουραστική δε γιατί, εκείνο το σχεδόν γυμνό βουνό με τα ελάχιστα αραιά δέντρα έγινε μέσα σε λίγες δεκάδες χρόνια τούτο το θαύμα που βλέπουμε όλοι όσοι έχουμε τη χαρά να το επισκεπτόμαστε και κάτω από τους ίσκιους του να αναπαυόμαστε. Τότε ακριβώς, όταν ο γλυκασμός από τα λουλούδια των πουλιών τέρπει το σώμα και αγαλλιά την ψυχή μας, ας θυμόμαστε ότι τούτο το θαύμα του σημερινού δάσους είναι έργο και προσωπικός μόχθος του Παπαποστόλη που ξεσήκωσε κι άλλους για να φυτέψουν, να περιφράξουν, να ενδιαφερθούν, να βοηθήσουν ποικιλοτρόπως.
Ήταν το δάσος δικός του μόχθος, ήταν η μεγάλη του αγάπη, ήταν η διαρκής συντροφιά του. Γι' αυτό και καθημερινά - δεν είναι υπερβολή αυτό για το διάστημα που του επέτρεπε η υγεία του - σχεδόν μέχρι των τελευταίων χρόνων το επεσκέπτετο, το φρόντιζε, το περιποιείτο. Κι η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί εκεί, για να βρίσκεται διαρκώς κάτω από τους γνώριμους ίσκιους του, τις γλυκειές μελωδίες του, τους χλοερούς τόπους αναψύξεως, κάτω από τα έργα των χειρών του, για να απολαμβάνει και τώρα πέρα από τα ουράνια δώματα τη δροσιά, την ηρεμία, τη γαλήνη του.
Στην ίδια γαλήνη του ουράνιου Παραδείσου ας προσευχόμαστε να αναπαύσει ο Πλάστης και Δημιουργός μας εκείνη την ευλαβική και σεβάσμια μορφή, το φυτευτή και δημιουργό του.
Β. Ο ΝΕΟΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
Εκείνο όμως το έργο που έθελξε περισσότερο την καρδιά του νέου κληρικού, από τα πρώτα χρόνια της ιερατικής του σταδιοδρομίας, ήταν το κτίσιμο ενός ναού αφιερωμένου στη μνήμη του Αγίου Χριστοφόρου. Ένας νέος ναός, μέσα στην πόλη, πιο σύγχρονος και πιο ευρύχωρος, που να ικανοποιεί και να βοηθεί με τις σύγχρονες ανέσεις του τις ψυχές να ανεβαίνουν "στο Ιερό" για προσευχή, έγινε γρήγορα η σκέψη του, το σχέδιό του, ο βαθύς του πόθος, η διαρκής και ισόβιος προσευχή του.
Μ' αυτόν τον πόθο στην καρδιά ξεκίνησε ο Παπαποστόλης το 1920 για να εφαρμόσει το σχέδιό του. Το σκέφτηκε, το μελέτησε όσο μπορούσε, το είπε στους στενούς του συνεργάτες και προχώρησε. Κτύπησε πόρτες πλουσίων και φτωχών, ανέβηκε μαρμάρινα σκαλοπάτια, κατέβηκε ανήλια υπόγεια, μπήκε σε φτωχές καλύβες, έτρεξε στους δρόμους της πόλης, διάβηκε στενά μονοπάτια, ξενύχτησε ιδρωμένος στα χωράφια, στις μάνδρες, στις λιάστρες, στα χωριά. Αφουγκράστηκε τον ίδιο πόθο στις ψυχές των ανθρώπων και τότε ξαναχτύπησε και ζήτησε προσφορές! Το ξανασημειώνουμε γιατί ο Παπαποστόλης όταν ξεκίνησε διέθετε στο ταμείο του μόνον σχέδια, όνειρα, πόθους, εργατικότητα, πίστη, αντοχή και αγάπη. Χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου. Ήταν όμως δυνατή η πίστη. Γι' αυτό και στη συνέχεια δε γράφονται, δεν είναι δυνατόν να σημειωθούν οι κόποι, οι ιδρώτες, ο πόνος, η αγωνία, η φτώχεια αυτών που αναλαμβάνουν τέτοια έργα, οι απαιτήσεις του έργου, οι δύσκολοι καιροί που οι άνθρωποι περνούσαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Όμως εδώ πρέπει τούτο να γραφεί και να υπογραμμιστεί. Όταν τις καρδιές τις καίει ο βαθύς πόθος για δημιουργία και κοινωνική προσφορά, όλα τα εμπόδια υπερπηδούνται, όλα όσα λείπουν βρίσκονται, όλα γίνονται κατορθωτά. Κι όταν ακόμη αυτός ο πόθος είναι εκπλήρωση πνευματικών εφέσεων της ψυχής και όχι υλικών συμφερόντων τότε "πάντα δυνατά τω πιστεύοντι". Κι ο Παπαποστόλης πίστευε στο έργο του και την αποστολή του. Γι' αυτό και ανοίχτηκαν βαλάντια μικρών και μεγάλων, πλουσίων και φτωχών, Ελλήνων και ξένων. Παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις γράφτηκαν επιστολές, εστάλησαν υπομνήματα, έτρεξαν επιτροπές, προτάθηκε το χέρι και ζήτησε και πήρε τα πολλά αλλά και "το δίλεπτο της χήρας". Αλήθεια! Το δίλεπτο της χήρας! Και αυτό χρησιμοποιήθηκε εδώ.
Έτσι τούτος ο ναός που μεγαλοπρεπής στέκει μπροστά μας σήμερα έχει αυτή την όμορφη ιστορία. Κάθε του πέτρα και ένας πόνος, κάθε του πεσσός και μια αγωνία, κάθε του τρούλος και ένα δάκρυ, κάθε του βελτίωση και νέοι κόποι και ιδρώτες και αγώνες. Πόνοι και δάκρυα και αγώνες του Παπαποστόλη, που σε κάθε πέτρα έχει βάλει την υπογραφή του με το αίμα της καρδιάς του, πλάι σε κάποια προσφορά βιοπαλαιστού, χήρας και ορφανού. Όσοι ζήσαμε τα χρόνια αυτά που πέρασαν κοντά σε τούτον τον κληρικό, θα τον θυμόμαστε κάπως έτσι. Μ' ένα τριμμένο και ξεθωριασμένο από το χρόνο ράσο, με λειωμένα τα τακούνια από τα παπούτσια του, με μια ομπρέλλα για τον ήλιο, μ' ένα ζώο και ένα βοηθό δίπλα του. Γύριζε στον ήλιο, στη βροχή, στο κρύο. Πήγαινε παντού, όπου νόμιζε πως θα πάρει έστω και μια μικρή προσφορά. Μάζευε τα πάντα, συγκέντρωνε ό,τι έβρισκε. Κτυπούσε και ζητούσε από όλους. Παρακαλούσε, ζητούσε επίμονα, ικέτευε, προσευχόταν. Γι' αυτό και οι προσφορές δεν σταμάτησαν. Τα καπνά, οι έρανοι, τα δέρματα του Πάσχα, οι δωρεές ήταν η διαρκής αναζήτησή του και ο ανεξάντλητος πόρος.Κι όλα αυτά μέσα σε ένα διαρκή αγώνα δεκαπέντε και πλέον ετών. Έως ότου κάποια μέρα κτύπησαν πρωτόγνωρες καμπάνες. Ο κόσμος βγήκε στα παράθυρα, στις πόρτες, στις αυλές, στους δρόμους, στις γειτονιές. Καμάρωνε, καυχόταν, προσευχόταν, ευχαριστούσε τον Πλάστη και έστελνε ικεσίες στον καινούριο Άγιο, που ο ναός του, μαρτύριο αθάνατο στους αιώνες, είχε τελειώσει. 1920-1937.Τόσα χρόνια ! Προσμονή, ικεσία, αγώνες, δάκρυα...Με τον Άγιο του ναού, τον Άγιο Χριστόφορο, ο Παπαποστόλης συνομιλούσε, του έλεγε τις δυσκολίες του, τα προβλήματά του, τις ατέλειες που ήθελε να τακτοποιήσει. Και μιλούσε μαζί του απλά, ανθρώπινα, γήινα.Πλησίαζε κάποτε η εορτή του Αγίου Χριστοφόρου. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και υπήρχε φόβος μήπως τη μέρα εκείνη βρέξει, πράγμα που θα εμπόδιζε τους πιστούς να έλθουν για να προσκυνήσουν τον Άγιο. Έτσι δε θα μπορούσε να συνεχίσει την τελειοποίηση του έργου του, που είχε ανάγκη από πόρους οικονομικούς."Άγιε Χριστόφορε", τον ακούσαμε να λέει τότε, "δικός σου είναι ο ναός. Αν θέλεις να συνεχιστεί το έργο, κάμε ώστε να μη βρέξει".Τέτοια λόγια, όσοι ζήσαμε κοντά του, τον ακούγαμε να λέει πολλές φορές στις δύσκολες ώρες, σαν μια κραυγή πόνου και εγκατάλειψης του έργου του στα χέρια του δυνατού, του Θεού και του Αγίου.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου