Του Ιωάννη Ρίζου
Εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα στάθηκε εξαιρετικά τυχερός. Τουλάχιστον έτσι πίστεψε προς στιγμή. Μα, να την συναντήσει έτσι αναπάντεχα εν μέση οδώ; Κι εκείνη να δεχθεί αμέσως την πρότασή του για καφέ;
Έρωτας φοιτητικός κι αγιάτρευτος. Σπίθα άσβεστη, που το δροσερό αεράκι του Ευρίπου την έκανε να φουντώσει με μιας. Κι ας ήταν επεισοδιακός ο χωρισμός τους. Κι ας είχε χάσει τα ίχνη της από τότε που τον παράτησε για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Αμερική…Θα πρέπει να είχαν περάσει δυο δεκαετίες από τότε.
Από πού να ξεκινούσε τώρα; Είχε μπερδέψει τα λόγια του. Ούτε τη ζάχαρη δεν μπορούσε να ανακατέψει στο φλιτζάνι. Η αμηχανία άλλωστε, έχει σ’ αυτές τις περιπτώσεις τον πρώτο λόγο. Όμως, υπάρχουν και χειρότερα…
«Αγάπη μου», ακούστηκε μια γνώριμη φωνή πίσω του.
Πάγωσε. Σαν το παιδάκι που το πιάνει η μαμά του να τρώει κρυφά το γλυκό από το βάζο. Τι να έλεγε τώρα στη γυναίκα του; Ποια εξήγηση να της έδινε; Το ύφος του τα μαρτυρούσε όλα. Ήταν διάφανος. Ούτε να κλέψει ήταν ικανός, ούτε να κρυφτεί. Χλόμιασε.
«Τι έχεις καλέ μου; Εσύ τρέμεις ολόκληρος», του είπε με τρυφερότητα η γυναίκα του και τον χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι.
Ε, αυτό κι αν δεν περίμενε. Καλύτερα να τον χαστούκιζε. Εκείνη όμως αντί για χαστούκι του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
Τότε εκείνος λες και ξαναζωντάνεψε σηκώθηκε, άφησε ένα δεκάευρο στο τραπέζι, πήρε τη γυναίκα του από το χέρι και έφυγαν μαζί για το σπίτι χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Δεν της είχε ξανακρατήσει ποτέ το χέρι σε δημόσιο χώρο. Το θεωρούσε ντροπή. Τώρα όμως δεν τον ένοιαζε. Αρκετά χρόνια ταλαιπωρήθηκε.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Όχι για τον έρωτα που έχασε, αλλά για την αγάπη που βρήκε.
Κι έτσι, με βουρκωμένα μάτια, δεν μπόρεσε να δει το ηλιοβασίλεμα που εκείνη την ώρα έβαφε μαβιά τα νερά του Ευρίπου.
26/4/2020
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου