Του Καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συνέβησαν στον 20ό αιώνα είχαν και τεράστιες επιπτώσεις στην Ιστορία της Εκκλησίας στην καθ’ ημάς Ανατολή.
Τα πολεμικά γεγονότα επιτάχυναν τις επαναστατικές εξελίξεις μέσα στην αχανή χώρα της Ρωσίας, όπου από μακρού σοβούσε μεγάλη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση.
Το τσαρικό καθεστώς καταλύεται το Μάρτιο του 1917 από την σοσιαλιστική επαναστατική κυβέρνηση του Γεώργκι Λβοφ, όπου υπουργός Δικαιοσύνης και Πολέμου ήταν ο δικηγόρος Αλέξανδρος Κερένσκυ και μαζί του συμπαρασύρεται και η λεγόμενη Αυτοκρατορική Εκκλησία. Τελικά όμως ο Βλαδίμηρος Ίλιτς, γνωστός με το ψευδώνυμο Λένιν, επιτήδεια και μαχητικά κέρδισε την εξουσία με τους Μπολσεβίκους του και ως ο κυρίαρχος του κράτους γίνεται ο εκφραστής των Μαρξιστικών ιδεοληψιών εναντίον της Θρησκείας και της Εκκλησίας.
Στην αρχή του 20ού αιώνα και εν όψει, μάλιστα, των διαφαινόμενων ανατρεπτικών διαθέσεων των κομμάτων, ωριμάζει η σκέψη για επανάκτηση της πατριαρχίας στη Μόσχας, χάριν της ενότητος της Εκκλησίας στη Ρωσία. Από το 1905 όσοι διέβλεπαν τον κλονισμό του θρόνου του τσάρου ως θεσμικής πολιτειακής αρχής, σκέπτονταν την επαναφορά της πατριαρχίας στη Μητρόπολη της Μόσχας. Η αποσάθρωση του τσαρικού κράτους κατά τα πολεμικά γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε σεισμική ακολουθία και συμπαρέσυρε και την «Αυτοκρατορική Εκκλησία» στο στρόβιλο του επαναστατικού κυκλώνα. Συγκλήθηκε, λοιπόν, Πανρωσικό Κληρικολαϊκό Συνέδριο για να τεθούν τα εκκλησιαστικά ζητήματα που προέχουν να επιλυθούν και πρώτο επισημάνθηκε η επανασύσταση της πατριαρχίας στη Μόσχα. Ο Βατοπαιδινός αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Δημόπουλος, ηγούμενος του Πατριαρχικού μετοχίου του Αγίου Σεργίου στη Μόσχα, με έκθεσή του το Φανάρι προειδοποίησε: «εν τω κλίματι της Ρωσικής Εκκλησίας συνετελέσθη γεγονός υψίστης σημασίας εν ταις ημέραις ταύταις… δια το γενικόν καλόν και το συμφέρον της εσωτερικής ανορθώσεως και διοικητικής διοργανώσεως αυτής».1
Το Συνέδριο αυτό συγκλήθηκε στη Μόσχα στις 30 Οκτωβρίου 1917 και συμμετείχαν 317 μέλη, εκ των οποίων οι 141 ψήφισαν «υπέρ» ανασυστάσεως της πατριαρχίας, ενώ οι 112 είπαν «όχι», φοβούμενοι μήπως μέσα στο κλίμα εκείνων των ημερών αναφλεγεί και ο μεταρρυθμιστικός ζήλος προς αλλαγές και επίλυση των από μακρού χρόνου σοβούντων εκκλησιαστικών προβλημάτων, γιατί ήταν γνωστό ότι στη Ρωσία λειτουργούσε ως σώφρων τροχοπέδη η συντηρητική πλευρά της Ιεραρχίας και αντιδρούσε μήπως προέκυπτε χειρότερο σχήμα από εκείνο το προτεσταντικό που επιβλήθηκε στη Ρωσική Εκκλησία το 1721 από τον Μ. Πέτρο και εξέφραζε μόνον τα θελήματα της κρατικής εξουσίας. Τελικά, μετά από μελέτη του ζητήματος προκρίνεται η ανάδειξη του «Πρώτου» της τοπικής ρωσικής Ιεραρχίας και αποφασίζεται η εκλογή να διεξαχθεί από Πανρωσική Κληρικολαϊκή Σύνοδος στις 15/28 Αυγούστου 1918 και εξ αυτής να προέλθει ο νέος ύπατος ιεράρχης «πασών των Ρωσιών» προεδρεύοντος του Μόσχας Τύχωνα. Με συμβουλή του ιστορικού καθηγητή Ιβάν Ι. Σοκόλοφ, ειδήμονα «της Ιστορίας της Εκκλησίας Κων/πόλεως τον ΙΘ΄ αιώνα» και Μ. Ιερομνήμονα της Μ.τ.Χ.Ε., οργανώνεται κατά τα τελευταία κρατήσαντα στην εκλογή Πατριάρχου στο Φανάρι, δηλαδή στην πηγή της Ρωσικής πατριαρχίας. Στις 28 Οκτ/10 Νοεμ. 1918 εκλέχτηκαν 25 υποψήφιοι και εξ αυτών με νέα εκλογή σχηματίσθηκε το κανονικό «τριπρόσωπο». Πρώτος εξελέγη ο Χαρκόβου Αντώνιος με 101 ψήφους, μετά ο Νόβγκοροντ Αρσένιος με 27 ψήφους και τρίτος ο Μόσχας Τύχων με 25 ψήφους. Όμως η τελική ανάδειξη του Προκαθήμενου δεν ακολούθησε την «ψήφο των πλειόνων» ιεραρχών, αλλά διεξήχθη με «κλήρωση» κατά το αποστολικό πρότυπο (Πραξ. α΄ 26) στον ιστορικό ναό του Σωτήρος και Πατριάρχης εκλέχτηκε ο Μόσχας Τύχων Μπελλάβιν (1917-1925).2
Ο νέος Πατριάρχης Μόσχας κατά την κρατούσα τάξη απευθύνθηκε αμέσως στον εν ενεργεία ακόμη Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ με το «ειρηνικό γράμμα» του και του γνωστοποίησε τα της εκλογής του. Στο γράμμα αυτό επιζητεί: «την πεπειραμένην βοήθειαν εν τη προκειμένη ημίν πατριαρχική εργασία και εκκλησιαστική διοργανώσει». Και τούτο δεδομένου διότι ο Πατριαρχικός Θρόνος της Κων/πόλεως «διετέλει εν στενωτάτη κοινωνία και ενότητι μετά της Ρωσικής Εκκλησίας» και μετά την αποκατάσταση της πατριαρχίας «οδεύει προς εδραίωσιν και επέκτασιν και μεγέθυνσιν της στενής, ζώσης και ζωτικής αμοιβαίας κοινωνίας της Ρωσικής Εκκλησίας μετά της προεξαρχούσης τη τιμή μεταξύ πασών των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας Εκκλησίας της Κων/πόλεως».
Ο πατριάρχης Γερμανός Ε΄ με πολλή χαρά και στοργή με πατριαρχικό γράμμα απάντησε στον Τύχωνα, τονίζοντάς του ότι κατά την επιτέλεσιν του ιερού χρέους του πρέπει να «λογίζεται παν το εφ’ εαυτή πράττειν εις την επί μάλλον κράτυνσιν των ιερών τούτων δεσμών» μεταξύ Κων/πόλεως και της Ρωσικής Εκκλησίας, τώρα που η Μητρόπολη Μόσχας προσέλαβε και πάλι εκ νέου την άλλοτε «οικονομηθείσα» πατριαρχική αξία εκ του Οικουμενικού Θρόνου. Αυτή την απόφανση του Οικουμενικού Πατριάρχη ακολούθησαν και τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και οι λοιπές ορθόδοξες Εκκλησίες απαντήσαντες καθηκόντως στα αποσταλέντα υπό του Τύχωνα «ειρηνικά γράμματα» δείχνοντας την πανορθόδοξη επιθυμία μετά το 1721 για την επανόρθωση της πατριαρχίας στην εν Ρωσία Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ταχύτατη αναγνώριση από τον Πατριάρχη Κων/πόλεως Γερμανό Ε΄ της κανονικότητος τόσον της ανασυστάσεως της χορηγηθείσης πατριαρχίας, όσον και της εκλογής του Τύχωνα, περιφρούρησε το διορθόδοξο κύρος του νέου προκαθήμενου και αναδείχθηκε αμυντήριο κατά πάσης σκευωρίας των νέων κυρίαρχων της εξουσίας, όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε.
Όμως την εκλογή του Τύχωνα αμφισβήτησαν τόσον οι στηρίξαντες τον μητροπολίτη Αντώνιο, όσο και οι πολλοί επίδοξοι ανακαινιστές των εν Ρωσία εκκλησιαστικών πραγμάτων και οι διαφωνούντες με την κατάργηση της συνοδικής διοικήσεως του Μ. Πέτρου, καθώς τριχοτομήθηκε το ευσεβές ρωσικό πλήρωμα της τοπικής Εκκλησίας. Παρά αυτές τις ενστάσεις των αντιδρώντων στην εκλογή του Τύχωνα, το Φανάρι στήριξε απόλυτα την εγκυρότητα της πατριαρχικής εκλογής του. Αυτό παρέτεινε τις αντεγκλήσεις επί των συντελεσθέντων και μετά τρίμηνο περίπου πραγματοποιήθηκε η ενθρόνιση του νέου Πατριάρχη στις 29 Νοεμβρίου 1918, στον αρχαίο καθεδρικό ναό της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στο Κρεμλίνο, παρ’ ότι αυτός τότε βρισκόταν στα χέρια των Μπολσεβίκων.3
Στην ενθρόνιση αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκπροσώπησε ο αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Βατοπαιδινός που τότε ασκούσε τα καθήκοντα του Αποκρισαρίου στη Ρωσική πρωτεύουσα.4
Το επιβληθέν στη Ρωσία καθεστώς ήταν ακραίων αντιθρησκευτικών τάσεων και καταστάθηκε απ’ αρχής εχθρικό προς την Θρησκεία. Εκήρυξε τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας και εθνικοποίησε κάθε μορφής ακίνητη και κινητή εκκλησιαστικής περιουσίας των ναών και των μονών, προς απογύμνωση των οικονομικών πόρων αιώνων που στήριζαν το έργο της Εκκλησίας. Ο πατριάρχης Τύχωνας μήπως συγκρατήσει τη ληστρική αρπαγή των πόρων της Εκκλησίας, στις 19 Ιανουαρίου του 1919 αφόρισε κάθε ορθόδοξο χριστιανό που εμπλέκεται στην ανίερη αυτή ιεροσυλία. Όμως η εκκλησιαστική αυτή απόφανση εξόργισε τους κρατούντες και προέβησαν σε σειρά αντιθρησκευτικών μέτρων που οδήγησαν στον ανηλεή αθεϊστικό διωγμό της Ιεραρχίας και του πληρώματός της, που κράτησε περίπου μισό αιώνα και προσέφερε μυριάδες μυριάδων Νεομαρτύρων κληρικών και λαϊκών.
Το 1922 έχει κλείσει ο τραγικός κύκλος του πενταετούς εμφύλιου σπαραγμού στη Ρωσία και οι Μπολσεβίκοι συνιστούν πλέον το αυταρχικό κράτος της «Σοβιετικής Ενώσεως», του οποίου ακρογωνιαίος λίθος της τακτικής του ήταν η εξάλειψη της επιρροής στο ρωσικό λαό της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό συνεπαγόταν την εξαφάνιση κάθε αντίπαλου φορέα της ορθοδόξου πίστεως, είτε ήταν κληρικός ή εκπαιδευτικός ή απλός πιστός, και την επιβολή σε όλες τις δομές του κράτους του έμπρακτου αθεϊσμού. Από το 1922 μέχρι το 1926 υπέστησαν μαρτυρικό τέλος 28 ορθόδοξοι αρχιερείς και περισσότεροι από 1200 ιερείς, χιλιάδες μοναχών και μοναζουσών και αναρίθμητοι πιστοί. Το 1925 η άφρονα προπαγάνδα ότι «ουκ έστι Θεός» παίρνει άγρια μορφή με την σύσταση της ακριβοπληρωμένης οργανώσεως των «Μαχητικών Αθέων»! Τελικά ο πατριάρχης Τύχων φυλακίζεται και μετά απομονώνεται και στο τέλος μυστηριωδώς δολοφονείται και διαδοχικά εξαφανίζονται οι ορισθέντες υπ’ αυτού τοποτηρητές της πατριαρχίας του μητροπολίτες Κύριλλος, Αγαθάγγελος και Πέτρος. Τελικά το ιερό καθήκον του τοποτηρητή το ανέλαβε το 1926, περίπου εξηκοντούτης, ως αναπληρωτής ο ελληνομαθής μητροπολίτης Νόβγκοροντ Σέργιος Στραγκορόντσκη (1877-1945) συλληφθείς γι’ αυτό και αφέθηκε τον Μάρτιο του 1927 για να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Ο Σέργιος ευρισκόμενος εμπρός στο παγιωθέν πλέον σοβιετικό καθεστώς στην ρωσική επικράτεια, θέλησε να ανοίξει την οδό της «καταλλαγής» και για να εκφράσει τη «νομιμοφροσύνη της Εκκλησίας» προς το σοβιετικό καθεστώς, κατέθεσε στον Τύπο μία «Δήλωση» που ευαρέστησε μόνον τους οπαδούς του «Σεργιανιστές». Οι αγωνιζόμενοι «Τυχωνιανοί», μαζί με τους αντιστασιακούς ζηλωτές των Κατακομβών, γνωστούς ως «Ιωσηφίτες», θεώρησαν αυτή τη πράξη προδοτική για την Εκκλησία και περιφρόνησαν τον Σέργιο με την παύση της «μνημονεύσεώς του».
Η Σοβιετική Ένωση διαπιστώνει το 1929 τα πενιχρά αποτελέσματα της πολεμικής της κατά της Εκκλησίας και επιδιώκει να ελέγξει νομοθετικά τις εσωτερικές δομές της Εκκλησίας. Προς τούτο συντάσσει δρακόντειους νόμους με σκληρές διατάξεις που ρυθμίζουν πλέον τις σχέσεις «της Σοβιετικής Πολιτείας με την Εκκλησία», από την οποία και ουσιαστικά στερεί κάθε αυτόνομη λειτουργία των πιστευόντων στα καθιδρύματά τους και στιγματίζει κάθε εκκλησιαζόμενο πολίτη ως αντικοινωνικό εχθρό του λαού και υπονομευτή του κράτους, άξιο τιμωρίας και απομονώσεως.
Το 1934 εκλέγεται ο Σέργιος και μητροπολίτης Μόσχας, αλλά οι πιστοί ορθόδοξοι προτίμησαν την αντίσταση ως «αμνημονευτές» του. Το Φθινόπωρο του 1936 ανέλαβε την ευθύνη εκπροσωπήσεως του πατριαρχικού θρόνου της Μόσχας, ενώ συνεχιζόταν η αντιθρησκευτική τακτική υπό του Στάλιν και έχουμε περιγραφές των διώξεων της περιόδου αυτής υπό πολλών αυτοπτών συγγραφέων.
Καταλύτης της Λενινιστικής οργής για την εξάλειψη της Θρησκείας στάθηκαν τα πολεμικά γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα Χιτλερικά στρατεύματα που εισήλθαν στα εδάφη της Λευκορωσίας και Ουκρανίας γνώριζαν την εμπάθεια των σοβιετικών κατά της θρησκευτικής πίστεως του λαού καθώς και την αντίστασή του στην αθεϊστική τακτική των κυβερνώντων, και για να γίνουν συμπαθείς στους αυτόχθονες ευθύς άνοιξαν τις κλειστές εκκλησίες στις περιοχές που κατέκτησαν! Τότε το Κρεμλίνο άρχισε να εκτιμά την θρησκευτικότητα του ορθοδόξου λαού για να ενδυναμωθεί ο αγώνας «υπέρ βωμών και εστιών» κατά των Ναζί και ο Στάλιν είχε πλέον διαπιστώσει το μάταιο και πολυδάπανο της αθεϊστικής προπαγάνδας. Όχημα των εξελίξεων των εν Ρωσία εκκλησιαστικών πραγμάτων στάθηκε μία τριμερής συνεργασία, δηλαδή μια «Τρόϊκα» τριών μητροπολιτών που στήριξε την «Καταλλαγή» με το επιβληθέν μετά το 1922 «έννομα» σοβιετικό καθεστώς στην Ρωσία. Τον Μόσχας Σέργιο πλαισίωσαν ο Λένιγκραντ Αλέξιος Σιμάνσκη και ο Κιέβου και Γαλικίας Νικόλαος Γιαρουσέβιτς. Αυτοί συναντήθηκαν στις 4 Σεπτεμβρίου 1943 το βράδυ με τον Στάλιν και τον Μολότωφ. Τότε οι δύο αρχιερείς βραβευμένοι από το Ανώτατο Σοβιέτ για τον «πατριωτισμόν» των μελών της Εκκλησίας στο Λένινγκραντ (Αλέξιος) και στο Κίεβο (Νικόλαος), ανέδειξαν την συμβολή των Ορθοδόξων στον αγώνα κατά του Ναζισμού των ορθοδόξων και προέκυψε ο λεγόμενος «Ιστορικός Συμβιβασμός». Εξ αυτού η σύσκεψη κατέληξε στην απόφαση να δημιουργηθεί ένας κρατικός φορέας συντονισμού των σχέσεων της Εκκλησίας με τους κυβερνώντες και έκτοτε τέθηκε η Εκκλησία στη Ρωσία υπό την επιτήρηση των Σοβιέτ. Ο φορέας που προέκυψε ήταν η «Λαϊκή Επιτροπή επί των θρησκευτικών υποθέσεων» και η προεδρία της ανατέθηκε στον συνταγματάρχη της NKVD προκατόχου της KGB (Kα Γκ Μπε) Γεώργιο Καρπώφ, παλαιό ιεροσπουδαστή όπως και ο Στάλιν, που βαρύνεται για τις εκτελέσεις που φέρουν την υπογραφή του και για τον εκτοπισμό των παρευξείνιων ελληνικών πληθυσμών στη Τασκένδη. Αυτός υπήρξε ο ελεγκτής της «νομιμοφροσύνης» των κληρικών του βαθέως κράτους, που προωθούσε πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του κόμματος στις Μητροπόλεις της Ιεραρχίας.
Το Πατριαρχείο της Μόσχας στις αρχές του 1946 συνέστησε ως ουσιαστικό παράρτημα της KGB το «Συνοδικό Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων» για να εκφράζει και να παρεμβαίνει στα διορθόδοξα ζητήματα και τον Απρίλιο διορίστηκε ως πρώτος πρόεδρος ο Κρουτίτσκης Νικόλαος. Τούτον διαδέχθηκε ο Λένιγκραντ Νικόδημος και μετά ο ιδιαίτερος γραμματέας του μέχρι την εκδημία του, από Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ Κύριλλος Γκουντιάγιεφ.
Κατά διηγήσεις σε εμέ δύο μακαριστών φίλων μου, του Ελβετίας Δαμασκηνού Παπανδρέου και του καθηγητή Αιμίλιου Ταχιάου, αυτός ήταν εκ νεότητός του «πολυπαίπαλον» πρόσωπο, δηλαδή κατά το ομηρικό λεξιλόγιο ο «τετραπέρατος οιηματίας της φιλοπρωτείας» που φιλοδοξούσε να αποδυναμώσει την οικουμενική διακονία της Εκκλησίας Κων/πόλεως στην εποχή μας, μεταβάλλοντας την αρχαία «λογία» της Εκκλησίας προς τους οικονομικά αδυνάτους σε «επαίσχυντη δωροδοκία δι’ αντιπαροχής», παρασύροντας με σατανικό τρόπο τους δωρεολήπτες σε ομοφωνία μαζί του στο «Σιμωνιακό έγκλημα»!
Δύο διαπρεπείς Πατριάρχες με βαθειά νομοκανονική διαγνώμη: ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος και ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς θεωρούσαν επικίνδυνο τόλμημα για την ενότητα της Ορθοδοξίας την απονομή στην Μητρόπολη Μόσχας της πατριαρχικής αξίας διότι είναι δυσδιάκριτα τα όριά της σε χώρα εν «τοις βαρβαρικοίς» που «μεταβάλλεται η Εκκλησία σε εργαλείο επεκτάσεως του κράτους». Γι’ αυτό ο αντιτσάρος Βόρις Γκουντούνωφ ήθελε την Εκκλησία στην υπηρεσία του Ρωσικού κράτους ώστε να ενσωματώνει κάθε άλλο κράτος που καταλάμβαναν οι δυνάμεις των τσάρων στην πανρωσική επικράτεια! Τις συνέπειες αυτής της τακτικής τις ζούμε σήμερα στο «Ουκρανικό ζήτημα», μετά την μεταβολή από το 1986 της Σοβιετικής δεσποτείας σε κοινοπολιτεία.
________________________________________
1. Περ. Εκκλ. Αλήθεια. Κπ. τ. 42 (1918), σελ.86, 113,128,129,134,137. Βλ. και Β. Φειδά. Ρωσική Εκκλησία. Θ.Η.Ε. τ.10.στ. 976-1086 και του ιδίου. Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας. 3η έκδοση Απ. Διακονία Αθήναι. 1988. σσ. 466.
2. Θ.Η.Ε.τ.11 στ. 911-912.
3. Εξ άλλου στον ίδιο ναό πριν 329 χρόνια ο πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ενθρόνισε και ως πρώτον Πατριάρχη «πασών των Ρωσιών» τον Μόσχας Ιώβ!
4.Ο Βατοπαιδινός αρχιμανδρίτης Ιάκωβος προσπαθώντας να διαφυλάξει αβλαβές το μετόχι αφιερωμένο στον Άγιο Σέργιο από την καταστρεπτική μανία των ακόλουθων του σφυροδρέπανου, δέχθηκε ως κληρικός υπ’ αυτών μεγάλη ταλαιπωρία και διωγμό και έφθασε να ζει στη Μόσχα σε έσχατη πενία μετά του λαού, μη έχων ούτε τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή του. Το αρχείο του σήμερα συλείται για να αμαυρωθεί το εκκλησιαστικό φρόνημά του. Ανεπαύθη εκεί εν Κυρίω στις 20.1.1924 και την διακονία του συνέχισε ο ανεψιός του Βασίλειος.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου