Γιάννης Μόραλης, Οδυσσέας Ελύτης και Γιάννης Τσαρούχης με φράκο πριν από την παρασημοφόρησή τους με το παράσημο Ταξιάρχου του Φοίνικος (1965) |
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Με αφορμή την αναδρομική έκθεση του σπουδαίου Έλληνα ζωγράφου Γιάννη Μόραλη στο Μουσείο Μπενάκη, ας θυμηθούμε και τον Οδυσσέα Ελύτη, αφού εκεί έχουμε εκθέματα που αφορούν στον νομπελίστα ποιητή.
Δεν θα μπορούσαμε να μη τονίσουμε τη σχέση των δύο μεγάλων νεοελλήνων, οι οποίοι «εκόμισαν εις την τέχνην» και συνέβαλαν τα μέγιστα στην καλλιέργεια της ευαισθησίας μας.
Η σχέση τους είναι πολυχρόνια και άκρως δημιουργική. Και σε αυτή την ανάρτηση θα αποτυπώσουμε αυτή την δημιουργική σχέση, μέσα από τα έργα τους.
Στο «Χρονικό μιας δεκαετίας» (Ανοιχτά Χαρτιά), ο Ελύτης σημειώνει:
«…η ζωγραφική, μετά την ποίηση, ήταν το μεγαλύτερο πάθος μου. Τα λιγοστά μου, της φοιτητικής ηλικίας, χρήματα πήγαιναν όλα στις πανάκριβες καλλιτεχνικές εκδόσεις που έφταναν κάθε τόσο από το Παρίσι, κι αν μου έμεναν κενά, τα συμπλήρωνα με τις συχνές επιδρομές μου στη Βιβλιοθήκη του Ανδρέα Εμπειρίκου. Αλλά το θέμα ήταν πιο συγκεκριμένο: τι γινότανε στην Ελλάδα; Τον Παρθένη τον γνωρίζαμε σχεδόν μόνο από τα’ όνομά του. Πού να βλέπαμε άλλωστε τα έργα του; Για μας υπήρχανε ο Γουναρόπουλος, ο Τόμπρος και τρεις – τέσσερις συνομήλικοι που ψάχνανε ακόμη το δρόμο τους – ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Μόραλης…».
«…η ζωγραφική, μετά την ποίηση, ήταν το μεγαλύτερο πάθος μου. Τα λιγοστά μου, της φοιτητικής ηλικίας, χρήματα πήγαιναν όλα στις πανάκριβες καλλιτεχνικές εκδόσεις που έφταναν κάθε τόσο από το Παρίσι, κι αν μου έμεναν κενά, τα συμπλήρωνα με τις συχνές επιδρομές μου στη Βιβλιοθήκη του Ανδρέα Εμπειρίκου. Αλλά το θέμα ήταν πιο συγκεκριμένο: τι γινότανε στην Ελλάδα; Τον Παρθένη τον γνωρίζαμε σχεδόν μόνο από τα’ όνομά του. Πού να βλέπαμε άλλωστε τα έργα του; Για μας υπήρχανε ο Γουναρόπουλος, ο Τόμπρος και τρεις – τέσσερις συνομήλικοι που ψάχνανε ακόμη το δρόμο τους – ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Μόραλης…».
Η φιλία έδεσε και έδωσε πολλούς καρπούς με πρώτους προμετωπίδες ή ζωγραφιές του Μόραλη που κόσμησαν ποιητικές συλλογές και δοκίμια του Ελύτη, κι έγιναν σήμα κατατεθέν του Ελυτικού έργου: «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», «Άξιον εστί», «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό», «Ανοιχτά χαρτιά».
Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας |
Το 1972, στην τρίτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ιόλα – Ζουμπουλάκη, ο Γιάννης Μόραλης εξέθεσε μεταξύ άλλων τη σειρά έργων του με τίτλο “Επιθαλάμια”. Τον κατάλογο προλόγισε ο Οδυσσέας Ελύτης. Το κείμενο δημοσιεύεται στα "Ανοιχτά χαρτιά" (Επίμετρο, σ. 578-580).
Τα “Επιθαλάμια” του Γιάννη Μόραλη
Μ’ ΕΝΑ ΟΛΙΓΟΨΗΦΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ στα χέρια του, όπου τα στοιχεία που επανέρχονται περισσότερο είναι οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο, επέτυχε ο Μόραλης να μετατρέψει την ομιλία των πραγμάτων σε οπτικό φαινόμενο, κατά τρόπο μοναδικό μέσα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη.
Μια ορισμένη αυστηρότητα, φτασμένη μέσα του υποσυνείδητα, και που σίγουρα έχει την προέλευσή της στην ηπειρωτική καταγωγή του, συναντήθηκε με μερικές από τις πιο απαιτητικές μετα-σεζανικές ευρωπαϊκές αναζητήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μνήμες και συναντήσεις να δέσουν, ύστερα από διαδοχικές διυλίσεις, σε μορφές μεγάλης απλότητας και ακριβείας, όπου και η παραδρομή ενός χιλιοστού θ’ αρκούσε ν’ ανατρέψει το αρχικό όραμα. Όταν όμως ένας ζωγράφος κατορθώνει να δίνει τις προσωπικές του εμπειρίες, κρατώντας ατόφια την πρώτη τους αίσθηση, και συνάμα, με την ίδια χειρονομία, να οδηγεί τα εικονιστικά εξαγόμενα της περιπέτειας των καιρών μας σε μια τόσο υψηλού βαθμού εγκράτεια, ξεφεύγει από τους διαχωρισμούς της τρέχουσας αισθητικής. Και ίσως είναι γι’ αυτό που πραγματικά δεν αισθάνεται κανείς την ανάγκη ν’ αναρωτηθεί αν ο Μόραλης είναι μοντέρνος ή κλασικός, ελληνικός ή ευρωπαΐζων.
Σε καιρούς όπως οι δικοί μας, όπου κανείς κοινός μύθος δεν προκαλεί την αυτόματη ένταξη των δημιουργημάτων του ανθρώπου σ’ ένα γενικότερο σύνολο, το μόνο που απομένει στον ευσυνείδητο καλλιτέχνη είναι να υποκαθίσταται στο μηχανισμό της λειτουργίας των αλλοτινών μύθων και να τον ενασκεί στην ατομική κλίμακα.
Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη ν’ αναδύονται κάποτε με μια υγρασία θαλασσινή, σα μεγεθυμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους ή σμικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα.
Μια νοσταλγία, άλλωστε, του μνημειακού παρωθούσε ανέκαθεν το χέρι του ζωγράφου να οργανώνει και να ισορροπεί τις φόρμες του πάνω σ’ ένα νοητό αρχιτεκτόνημα, συνάμα όμως να δίνει, ακόμα και στις πιο αισθησιακές του συλλήψεις –και είναι η περίπτωση που αντικρίζουμε σήμερα στα Επιθαλάμιά του–, ένα μυστήριο και μιαν ιερατικότητα βιβλική.
Εκεί νομίζω βρίσκεται και το σημείο επαφής του με τη σημερινή νεότητα, την πιο σοβαρή τουλάχιστον, που δεν αισθάνεται την ανάγκη ν’ αρνηθεί την ίδια την ύλη της τέχνης, για να μπορέσει να πει πως υπάρχει ακόμη αυτό που ονομάζουμε «θαύμα».
***
***
Επίσης, ο Ελύτης στο δοκίμιό του Ιδιωτική Οδός, αναφερόμενος σε σημαντικούς έλληνες ζωγράφους, σημειώνει ότι "τα κορίτσια του Μόραλη... πρωτίστως μας ελκύουν για την υψηλή τους ζωγραφική ποιότητα"(Εν λευκώ, σ. 424).
Στον τόμο "Οδυσσέας Ελύτης - Ο ναυτίλος του αιώνα" (Ίκαρος, 2011), που επιμελήθηκε η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, συναντούμε δύο πίνακες του Μόραλη, τους οποίους επέλεξε η Ι. Ηλιοπούλου, υπομνηματίζοντάς τους - θα λέγαμε - με στίχους από το "Άξιον Εστί" (σ. 176-77). Τους παραθέτουμε στη συνέχεια.
Επιτύμβια σύνθεση Γ', 1958 - 1963 |
Τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα
Νέα Γυναίκα, 1971-1972 |
Άξιον Εστί το μακρινό τραγούδι
ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι
τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη
ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης
Ακόμα, στο ίδιο βιβλίο (σ. 234) δημοσιεύεται κι ένα προσχέδιο του Μόραλη (1973) για το περίφημο "Μονόγραμμα" του Ελύτη.
Τέλος, έχουμε και μια προσωπογραφία του Ελύτη από τον Μόραλη το 1980.
Αίγινα (σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό Γιώργο Μπήτρο):
Τρεις φίλοι πριν από πολλά χρόνια κάθονταν τα απογεύματα στο πεζούλι της αυλής και αγνάντευαν τη θάλασσα. Βυθισμένοι στην ησυχία του απογεύματος, συζητούσαν, φιλοσοφούσαν, σχεδίαζαν, αστειεύονταν. Κάπου – κάπου τους διέκοπτε ευχάριστα ο θόρυβος της μηχανότρατας που περνούσε πηγαίνοντας για ψάρεμα. Και ο ποιητής της παρέας έλεγε: «…Είναι η μοναδική μηχανή που αποδέχεσαι γιατί έχει τον κτύπο της καρδιάς…»
Ήταν ο Γιάννης Μόραλης, ο Νίκος Νικολάου και ο Οδυσσέας Ελύτης.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου