Π.Α. Ανδριόπουλος
Παρακολουθώντας την παράσταση "Στη Μοναξιά των Κάμπων με Βαμβάκι" του Bernard - Marie Koltes, σε σκηνοθεσία Κώστα Ζάπα και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, με τον Δημήτρη Γεωργαλά και τον Θάνο Κώτση, σκεφτόμουν τι είδους διάλογος είναι αυτός.
Ένας διάλογος μεταξύ δύο αντρών γραμμένος στο ύφος ενός φιλοσοφικού διαλόγου, που μέσα από ένα εκλεπτυσμένο θεατρικό λόγο κρύβονται πολύ απλά ανθρώπινα συναισθήματα. Ταυτόχρονα μιλάμε για ένα άκρως ποιητικό έργο του Koltés, ηλικίας μόλις 31 ετών (γραμμένο στα 1987), που σίγουρα είναι μια λεκτική μονομαχία ανάμεσα σ’ έναν άντρα αποφασισμένο να πουλήσει και σ’ έναν άλλο άντρα αποφασισμένο να μην αγοράσει.
Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει γι’ αυτό το έργο του σε μία συνέντευξή του: «Στην αρχή είχα σκεφτεί να φέρω αντιμέτωπους έναν τραγουδιστή των μπλουζ κι έναν πανκ. Δύο απόψεις για τη ζωή εντελώς αντίθετες, κι αυτό είναι που έχει σημασία. Όταν η απόσταση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα είναι τόσο μεγάλη, τι μένει; Η διπλωματία, δηλαδή η γλώσσα. Συνομιλούν ή αλληλοσκοτώνονται. Άρα λοιπόν συνομιλούν. Όμως το ότι αλληλοπροσεγγίζονται δεν οφείλεται στο ότι εγκιβωτίζονται ο ένας μέσα στον άλλον».
Οι ήρωες, εξ ίσου ισχυροί, ανταλλάσσουν αντί για μπουνιές, δικανικούς, χρησιμοποιώντας λογικά και παράλογα επιχειρήματα, τραβώντας στα άκρα τις αντοχές τους και επιχειρώντας πέρα από τις λέξεις να εναποθέσουν την μοναξιά τους ο ένας στην επιθυμία του άλλου, υπονομεύοντας έτσι με την άρνηση την κατάφαση αλλά και με την αλληλεπίδραση, την ετερότητα.
Η παράσταση στον τεχνοχώρο Cartel αναδεικνύει την ουσία του έργου, που είναι τα άκρα!
Ο Κολτές δεν γράφει απλώς ένα θεατρικό έργο, γράφει ένα έργο με λέξεις – σφαίρες, καθώς η γλώσσα είναι το όπλο. Και ο πόθος το αντικείμενο του …πόθου. Αλίμονο, δηλ,. στον θεατή που είναι, ενδεχομένως, είναι φτωχός από πόθους.
Η παράσταση του Κ. Ζάππα είναι «χωρίον ο πόθος», με τη μοναξιά να πλέκει το ιδανικό εγκώμιο στον πόθο. Ταυτόχρονα είναι και μία πάλη λέξεων και σωμάτων, την οποία βλέπουμε ανάγλυφα επί σκηνής. Η σκηνοθετική άποψη είναι η σωματική καταπόνηση των δύο ηθοποιών, για να δηλωθούν και μ’ αυτό τον τρόπο τα άκρα του Κολτές.
Με την ποιητικότητα να συνυπάρχει αρμονικά με την ακρότητα. Τα ποικίλα σκηνοθετικά ευρήματα υπηρετούν την μάχη μεταξύ των δύο ηθοποιών και μας θυμίζουν εμφαντικά ότι το έργο επιδέχεται ένα πλήθος ερμηνειών και προεκτάσεων, καθώς διαθέτει ταυτόχρονα την στιβαρή απλότητα ενός Μπεκετικού δραματουργήματος και την εκλεπτυσμένη ανατρεπτικότητα των δικανικών της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Οι δύο ηθοποιοί, ο Δ. Γεωργαλάς και ο Θ. Κώτσης, δοκιμάζουν τις αντοχές τους… Τις υποκριτικές και τις σωματικές. Είναι οι πρωτ-αθλητές του πόθου και του πυρετού της μοναξιάς.
Θα έλεγα ότι το έργο συνοψίζεται σ’ αυτό που λέει ο Ντήλερ: «Λοιπόν μη μου αρνείσθε να μου πείτε το αντικείμενο, παρακαλώ, του πυρετού σας, του βλέμματός σας πάνω μου, τον λόγο, να μου τον πείτε• και αν το ζήτημα είναι να μην πληγώσετε καθόλου την αξιοπρέπειά σας, ε λοιπόν, πείτε τον όπως τον λέμε σ' ένα δέντρο, ή μπροστά στον τοίχο μιας φυλακής, ή μέσα στη μοναξιά ενός κάμπου με βαμβάκι όπου κάνουμε τον περίπατό μας, γυμνοί, τη νύχτα• να μου τον πείτε χωρίς καν να με κοιτάξετε. Διότι η μόνη αληθινή ωμότητα αυτής της ώρας του λυκόφωτος όπου στεκόμαστε και οι δύο δεν είναι ότι ένας άνθρωπος πληγώνει τον άλλον, ή τον ακρωτηριάζει ή τον βασανίζει, ή του ξεριζώνει τα μέλη και το κεφάλι, ή έστω τον κάνει να κλάψει• η αληθινή και τρομερή ωμότητα είναι εκείνη του ανθρώπου ή του ζώου που καθιστά ημιτελείς τον άνθρωπο ή το ζώο, που τους διακόπτει σαν αποσιωπητικά στη μέση μιας φράσης, που τους αποστρέφεται αφού προηγουμένως τους έχει κοιτάξει, που κάνει, το ζώο ή τον άνθρωπο, μία πλάνη του βλέμματος, μία πλάνη της κρίσεως, μία πλάνη, σαν ένα γράμμα που το έχουμε αρχίσει και βάναυσα το τσαλακώνουμε αμέσως μόλις γράψαμε την ημερομηνία.»
Και για να θυμηθούμε τον Patrice Chereau: «Ο Κολτές (1948-1989) ήταν ένας μετεωρίτης που διέσχισε βίαια τον ουρανό μας, μέσα σε μεγάλη εσωτερική μοναξιά και με απίστευτη δύναμη, την οποία ήταν μερικές φορές δύσκολο να προσπελάσει κανείς. Μπροστά του αισθανόμουν κάποιο δέος, και σήμερα περισσότερο από ποτέ. […] Εκείνο που μπορεί να φέρει σε αμηχανία τον ηθοποιό είναι ότι το θέατρό του είναι πολύ σκληρό, πολύ βάναυσο, ότι έχει μια βία που σπάνια φανταζόμαστε. Δεν είναι όμως καθόλου απελπισμένο.»
Η παράσταση στο Cartel ανεβαίνει 70 χρόνια από τη γέννηση του Κολτές.
Σκέπτομαι ότι μόνο έτσι έχει νόημα το θέατρο: σκληρό, αδυσώπητο, βαθειά εσωτερικό, ποιητικό, φιλοσοφικό, δύσκολο.
Η παράσταση στο Cartel μας συγκινεί γιατί επέλεξε την τραχειά μαθητεία στο έργο του Κολτές. Με εσωτερική ένταση και αλήθεια κοφτερή.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου