Η γεροντολαγνεία καλά κρατεί. Και δι' αυτής ο έλεγχος της ζωής των ανθρώπων, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Μη ξεχνάμε: Ο «πνευματικός πατήρ» ποιμαίνει ενορία, «παράγει ποιμαντικό έργο» προς διαφήμισιν, είναι «παραδοσιακός» φυσικά και ηγείται ομάδος νέων που εκουσίως δέχονται να συντρίβονται από τη χαύνωση που τους προσφέρει, αφού δεν μπορούν να αμυνθούν ή δεν θέλουν… Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών και τη σιωπή ακόμη περισσότερων.
Αλλ’ η αρετή της ανδρείας εξέλιπε και το στερρόν της προθέσεως είναι ανύπαρκτο, αφού το έργο της βούλησης καθίσταται ανενεργό. Κι ούτε λόγος για «αρρενωπό ψυχή». Ο δε πνευματικός πατήρ ηγείται ανερυθριάστως τοιούτου κατάπτυστου εσωτερικού περιεχομένου περιεχομένου νέων αφελών και ευπίστων. «Άχρηστος βίος, πενιχρά ζωή, κατακλυσμός καταδύσεως» (Μ. Κανών). Κι ούτε μια στιγμή αμφιβολίας μήπως και πήραμε τη ζωή μας λάθος, κατά πως λέει ο ποιητής, και πρέπει ν’ αλλάξουμε ζωή.
Ο λόγος όμως του πνευματικού πατρός είναι τρομοκρατικός. Προϊόν μιας παιδείας ανάπηρης που δε μπορεί να δει την εν Χριστώ ζωή ως διαλεκτική ενότητα του Εγώ με το Άλλο και τον Άλλο. Γιατί ο λόγος εδώ είναι απλά μέσο επιβεβαίωσης, μέσο πρόσκτησης της ανυποψίαστης βεβαιότητας μιας ανάπηρης αυτάρκειας, του εσωτερικού φασισμού. Κι έτσι πληθύνεται η ράτσα των ανίσκιωτων ανθρώπων που από άγνοια, από φόβο ή από συνήθεια επιμένουν να σκοτίζουν του νου την ωραιότητα αποκόπτοντας κάθε δεσμό με το αυτεξούσιο, που ο Θεός μας χάρισε.
Η Σοφία είναι ένα κορίτσι που γεννήθηκε το 1967 σε μια αστική οικογένεια της Αθήνας. Περνάει ανέμελα παιδικά και εφηβικά χρόνια σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Γνωρίζει τον μεγάλο έρωτά της και κάνει τη δική της οικογένεια (πέντε παιδιά!). Ζώντας όμως μέσα σε ένα περιβάλλον ανυπόφορης θρησκευτικότητας (οι γονείς της είχαν σχέση με την οργάνωση της “Ζωής”) καλλιεργούνται μέσα της αναστολές, φοβίες και ενοχές που την οδηγούν σε αδιέξοδο.
Έτσι, στα τριάντα πέντε της χρόνια αρχίζει έναν αγώνα να ανακαλύψει τη δική της αληθινή Σοφία.
Έτσι, στα τριάντα πέντε της χρόνια αρχίζει έναν αγώνα να ανακαλύψει τη δική της αληθινή Σοφία.
Το βιβλίο της Σταυρούλας Ζιαζοπούλου – Ζάχου Η δική μου Σοφία (εκδόσεις Εστία, 2010), είναι μια αφήγηση ζωής που διαβάζεται απνευστί και ταυτόχρονα είναι μια κραυγή ενάντια στο νοσηρό φαινόμενο του Γεροντισμού. Η εξιστόρηση των όσων υπέστη η ηρωϊδα της Σοφία και πολλοί άλλοι φίλοι της από τον παπα- Γιάννη γκουρού, είναι μια τραγική πραγματικότητα.
Ο παπα-Γιάννης είναι έγγαμος, αλλά λειτουργεί μέσα σε πλαίσιο “αρχιμανδριτισμού”. Σκοπός του, όπως κάθε τέτοιου “γέροντα”, είναι να ελέγξει πλήρως τις ζωές των “πνευματικών του παιδιών”. Να καθορίσει τη ζωή τους, να μπει στην κρεβατοκάμαρά τους, να τους καθυποτάξει με κάθε τρόπο.
Με το να τους απειλεί ότι “δεν πάνε καλά πνευματικά”, φρόντιζε να δημιουργεί άφθονες ενοχές και να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις ασκητικότητας και εγκράτειας. Η νηπτική θεολογία γίνεται εδώ -φευ! - εξουσιαστικό εργαλείο, μηχανισμός εκβιασμού συνειδήσεων, επιταγή χωρίς αντίκρισμα.
Ο παπα-Γιάννης, στο όνομα μιας εγωτικής “πνευματικότητας” καθοδηγεί την Σοφία για το πόσα παιδιά θα κάνει, σε ποιο σπίτι θα μετακομίσει, αν θα διοριστεί στο σχολείο ως καθηγήτρια, πόσο πρέπει να δουλεύει ο άντρας της, αν πρέπει να χωρίσει ακόμα - ένεκεν πνευματικότητας! - και άλλα παρόμοια εξωφρενικά.
Τελικά η Σοφία κάνει την επανάστασή της, ξυπνάει και αποτινάσσει τα δεσμά του γεροντισμού. Τελειώνει το βιβλίο της κάπως έτσι:
“Κατάλαβα μέσα από την επαφή μου με ρασοφόρους, γι' αυτό το φοράνε πολλές φορές, γιατί το ράσο τους δίνει εξουσία, άσυλο, άλλοθι, εύνοια. Αχ, κατακαημένη Εκκλησία, τι σχέση έχεις εσύ μ' όλους αυτούς που σε αντιπροσωπεύουν... Μακριά, μακριά τους, νιώθω πως μόνο μακριά τους μπορώ να ανασάνω τον αγέρα του Θεού μου, της πηγής της αλήθειας... Δε θέλω να ασπάζομαι χέρι ιερέα που από τη μία μυρίζει λιβάνι κι από την άλλη το χέρι έχει “αρπάξει”χρήματα, αισθήματα, συνειδήσεις... Μισώ αυτά τα πεντακάθαρα παχουλά χέρια των ιερωμένων και μαζί και τη μυρωδιά του ράσου τους, όταν χλευάζει ό,τι ιερότερο έχει η ψυχή του κάθε ανθρώπου από τη φύση της από καταβολής κόσμου: το σεβασμό στο θείο. Ουαί και πάλι ουαί, υποκριτές”.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου