Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750), Η τέχνη της φούγκας
Το μνημειώδες έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ παρουσιάστηκε στο σύνολό του σε μια εκστατική ερμηνεία από την πιανίστρια Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου (1-4-2018), στο πλαίσιο του φεστιβάλ Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής, με θέμα την «Έκσταση», που διοργάνωσε η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου αναδεικνύεται μοναδική ερμηνεύτρια του Μπαχ στην Ελλάδα, καθώς - εκτός πολλών άλλων - έχει παρουσιάσει και το "Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο". Αναμετριέται, δηλαδή, με τα τιτάνια έργα του Μπαχ.
Η ίδια έγραψε στο πρόγραμμα της συναυλίας:
Η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου αναδεικνύεται μοναδική ερμηνεύτρια του Μπαχ στην Ελλάδα, καθώς - εκτός πολλών άλλων - έχει παρουσιάσει και το "Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο". Αναμετριέται, δηλαδή, με τα τιτάνια έργα του Μπαχ.
Η ίδια έγραψε στο πρόγραμμα της συναυλίας:
Η τέχνη της φούγκας, BWV 1080 μια συλλογή από φούγκες και κανόνες πάνω σε ένα μόνο θέμα, είναι ένα από τα πιο αινιγματικά έργα στην ιστορία της δυτικής μουσικής. Φαίνεται πως ο Μπαχ ξεκίνησε να το γράφει το 1742 με πολλές διακοπές μέχρι τον θάνατό του, χωρίς να το ολοκληρώσει. Η ημιτελής τελευταία φούγκα σταματά λίγο μετά την είσοδο του τρίτου θέματος με τις νότες Β, a, c, h, –σι ύφεση, λα, ντο, σι–, με τις όποιες ο Μπαχ βάζει τη μουσική του υπογραφή.
Το παλιότερο χειρόγραφο του 1740, που φυλάσσεται σήμερα στην Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, περιλαμβάνει δώδεκα φούγκες και δύο κανόνες. Οι μεταθανάτιες εκδόσεις συμπεριέλαβαν δύο επιπλέον φούγκες, άλλους δύο κανόνες, αλλά και το χορικό «Με αυτό στέκομαι μπροστά στον θρόνο Σου», που ο Μπαχ είχε υπαγορεύσει από το κρεβάτι του, τυφλός, τις τελευταίες μέρες πριν από τον θάνατό του, και που προσαρτήθηκε στο έργο προκειμένου να αποκτήσει ένα καταληκτικό μέρος.
Η Τέχνη της φούγκας είναι ένα από τα έργα που προφανώς ο Μπαχ προόριζε να παρουσιάσει ως δραστηριότητα για τη συμμετοχή του στη Μουσική Εταιρεία της Λειψίας (Correspondierende Societät der musicalischen Wissenschaften), που είχε ιδρύσει ο λόγιος και φίλος του Λόρεντς Κρίστοφ Μίτσλερ, και της οποίας ο Μπαχ έγινε το δέκατο τέταρτο μέλος το 1747, παρουσιάζοντας τις παραλλαγές του κανόνα «Από τον ουρανό ψηλά».
Το θέμα της Τέχνης της φούγκας αποτελείται από δύο αντιπροσωπευτικά σχήματα της δυτικής μουσικής, μια ελάσσονα συγχορδία και μια κλίμακα. Ριζωμένο στη ρε ελάσσονα, καταδεικνύοντας όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορεί να επεξεργαστεί ένα θέμα, είναι ένα έργο τεράστιας ποιητικής και συγκινησιακής δύναμης, ένα μνημειώδες, αντιστικτικό οικοδόμημα, μέσα από το οποίο ο ώριμος Μπαχ αναπτύσσει την πολυφωνική του γραφή έως την ύστατη τελειότητα, αλλά και συνοψίζει με τον πιο τέλειο τρόπο ολόκληρη την αρμονία και την αντίστιξη της εποχής του, εξαντλώντας τις αντιστικτικές τεχνικές της μουσικής γλώσσας ως τα έσχατα όριά τους. Με τo στιλιστικό εύρος και τη διαλεκτική λογική που τη χαρακτηρίζουν, η Τέχνη της φούγκας αποτελεί ένα ανεξάντλητο κοίτασμα ιδεών, τέλειων σχέσεων και αναλογιών. Τη συγκινησιακή φόρτιση που απορρέει από την απόλυτη πνευματικότητα του έργου θα μπορούσαν να περιγράψουν τα λόγια του μουσικοκριτικού Έντουαρντ Χάνσλικ:
Μέσα από βαθιές και μυστικές σχέσεις με τη φύση, το νόημα των ήχων υψώνεται πέρα από τους ίδιους τους ήχους και μας επιτρέπει να αφουγκραστούμε το Άπειρο… Μια ηχούσα εικόνα των μεγάλων κινήσεων του σύμπαντος. (Για το ωραίο στη μουσική, 1854)
Στην αποψινή συναυλία δεν περιλαμβάνεται το τελευταίο χορικό, μιας και δεν αποτελούσε μέρος της αρχικής σύνθεσης. Το ερώτημα για ποιο όργανο προοριζόταν η Τέχνη της φούγκας έχει μείνει αναπάντητο, όχι τόσο γιατί δεν υπάρχει οδηγία από τον ίδιο τον συνθέτη όσο εξαιτίας του απόλυτα μεταφυσικού χαρακτήρα του έργου που παίζοντάς το σε κάνει μάλλον να ξεχνάς πως παίζεις κάποιο όργανο. Η άγονη πλέον και παρωχημένη διαμάχη εάν το σύγχρονο πιάνο ενδείκνυται ή όχι για τα έργα του Μπαχ ας αντικατασταθεί από το ερώτημα ποια ερμηνεία έχει γνήσια και διαλεκτική σχέση με το έργο αναδεικνύοντας τη βαθύτερή του αλήθεια.
H εκφραστική δύναμη της μουσικής του Μπαχ είναι ακόρεστη. Συμπυκνώνει αλλά και προαναγγέλλει τη μουσική εξέλιξη των επόμενων αιώνων που περιστρέφονται γύρω από τη μουσική του Μπαχ, η οποία επαναπροσδιορίζει τη μουσική κάθε εποχής αλλά κι επαναπροσδιορίζεται από αυτήν. Συνεχίζει να παράγει νέες εκδοχές, αναγνώσεις κι ερμηνείες. Η μοντέρνα ερμηνεία έχει ήδη ξεφύγει από τη «μουσικοποίηση» του ρομαντισμού αλλά κι από τη «μουμιοποίηση» των ασκητικών εκδοχών που απολιθώνουν τη μουσική. Ούτε εμείς είμαστε φύλακες ναών και κυνηγοί φαντασμάτων, ούτε η μουσική ερμηνεία αγιογραφία. Ο ύψιστος μοντερνισμός είναι η μελέτη των ερμηνευτικών προτύπων, των ιστορικών πηγών, κι αναχρονισμός είναι η ερμηνεία σύμφωνα με τα εκάστοτε εκφραστικά πρότυπα κάθε εποχής.
Ίσως τα λόγια του Τ. Σ. Έλιοτ θα μπορούσαν να εκφράσουν καλύτερα τη μουσική εμπειρία ενός άλλου στρώματος ύπαρξης που βιώνει ερμηνευτής και ακροατής μέσα από την Τέχνη της φούγκας:
Η μουσική που ακούγεται τόσο βαθιά
που δεν ακούγεται καθόλου,
αλλά εσύ είσαι η μουσική
όσο η μουσική διαρκεί.
(Τ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός)
Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου
Το παλιότερο χειρόγραφο του 1740, που φυλάσσεται σήμερα στην Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, περιλαμβάνει δώδεκα φούγκες και δύο κανόνες. Οι μεταθανάτιες εκδόσεις συμπεριέλαβαν δύο επιπλέον φούγκες, άλλους δύο κανόνες, αλλά και το χορικό «Με αυτό στέκομαι μπροστά στον θρόνο Σου», που ο Μπαχ είχε υπαγορεύσει από το κρεβάτι του, τυφλός, τις τελευταίες μέρες πριν από τον θάνατό του, και που προσαρτήθηκε στο έργο προκειμένου να αποκτήσει ένα καταληκτικό μέρος.
Η Τέχνη της φούγκας είναι ένα από τα έργα που προφανώς ο Μπαχ προόριζε να παρουσιάσει ως δραστηριότητα για τη συμμετοχή του στη Μουσική Εταιρεία της Λειψίας (Correspondierende Societät der musicalischen Wissenschaften), που είχε ιδρύσει ο λόγιος και φίλος του Λόρεντς Κρίστοφ Μίτσλερ, και της οποίας ο Μπαχ έγινε το δέκατο τέταρτο μέλος το 1747, παρουσιάζοντας τις παραλλαγές του κανόνα «Από τον ουρανό ψηλά».
Το θέμα της Τέχνης της φούγκας αποτελείται από δύο αντιπροσωπευτικά σχήματα της δυτικής μουσικής, μια ελάσσονα συγχορδία και μια κλίμακα. Ριζωμένο στη ρε ελάσσονα, καταδεικνύοντας όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορεί να επεξεργαστεί ένα θέμα, είναι ένα έργο τεράστιας ποιητικής και συγκινησιακής δύναμης, ένα μνημειώδες, αντιστικτικό οικοδόμημα, μέσα από το οποίο ο ώριμος Μπαχ αναπτύσσει την πολυφωνική του γραφή έως την ύστατη τελειότητα, αλλά και συνοψίζει με τον πιο τέλειο τρόπο ολόκληρη την αρμονία και την αντίστιξη της εποχής του, εξαντλώντας τις αντιστικτικές τεχνικές της μουσικής γλώσσας ως τα έσχατα όριά τους. Με τo στιλιστικό εύρος και τη διαλεκτική λογική που τη χαρακτηρίζουν, η Τέχνη της φούγκας αποτελεί ένα ανεξάντλητο κοίτασμα ιδεών, τέλειων σχέσεων και αναλογιών. Τη συγκινησιακή φόρτιση που απορρέει από την απόλυτη πνευματικότητα του έργου θα μπορούσαν να περιγράψουν τα λόγια του μουσικοκριτικού Έντουαρντ Χάνσλικ:
Μέσα από βαθιές και μυστικές σχέσεις με τη φύση, το νόημα των ήχων υψώνεται πέρα από τους ίδιους τους ήχους και μας επιτρέπει να αφουγκραστούμε το Άπειρο… Μια ηχούσα εικόνα των μεγάλων κινήσεων του σύμπαντος. (Για το ωραίο στη μουσική, 1854)
Οι τελευταίες νότες από την Τέχνη της Φούγκας και η σημείωση του γιου του, Carl Philipp Emanuel Bach, «Πάνω στη φούγκα ετούτη, όπου απαντά σε αντίθεμα το όνομα Bach, απεβίωσε ο δημιουργός». |
Στην αποψινή συναυλία δεν περιλαμβάνεται το τελευταίο χορικό, μιας και δεν αποτελούσε μέρος της αρχικής σύνθεσης. Το ερώτημα για ποιο όργανο προοριζόταν η Τέχνη της φούγκας έχει μείνει αναπάντητο, όχι τόσο γιατί δεν υπάρχει οδηγία από τον ίδιο τον συνθέτη όσο εξαιτίας του απόλυτα μεταφυσικού χαρακτήρα του έργου που παίζοντάς το σε κάνει μάλλον να ξεχνάς πως παίζεις κάποιο όργανο. Η άγονη πλέον και παρωχημένη διαμάχη εάν το σύγχρονο πιάνο ενδείκνυται ή όχι για τα έργα του Μπαχ ας αντικατασταθεί από το ερώτημα ποια ερμηνεία έχει γνήσια και διαλεκτική σχέση με το έργο αναδεικνύοντας τη βαθύτερή του αλήθεια.
H εκφραστική δύναμη της μουσικής του Μπαχ είναι ακόρεστη. Συμπυκνώνει αλλά και προαναγγέλλει τη μουσική εξέλιξη των επόμενων αιώνων που περιστρέφονται γύρω από τη μουσική του Μπαχ, η οποία επαναπροσδιορίζει τη μουσική κάθε εποχής αλλά κι επαναπροσδιορίζεται από αυτήν. Συνεχίζει να παράγει νέες εκδοχές, αναγνώσεις κι ερμηνείες. Η μοντέρνα ερμηνεία έχει ήδη ξεφύγει από τη «μουσικοποίηση» του ρομαντισμού αλλά κι από τη «μουμιοποίηση» των ασκητικών εκδοχών που απολιθώνουν τη μουσική. Ούτε εμείς είμαστε φύλακες ναών και κυνηγοί φαντασμάτων, ούτε η μουσική ερμηνεία αγιογραφία. Ο ύψιστος μοντερνισμός είναι η μελέτη των ερμηνευτικών προτύπων, των ιστορικών πηγών, κι αναχρονισμός είναι η ερμηνεία σύμφωνα με τα εκάστοτε εκφραστικά πρότυπα κάθε εποχής.
Ίσως τα λόγια του Τ. Σ. Έλιοτ θα μπορούσαν να εκφράσουν καλύτερα τη μουσική εμπειρία ενός άλλου στρώματος ύπαρξης που βιώνει ερμηνευτής και ακροατής μέσα από την Τέχνη της φούγκας:
Η μουσική που ακούγεται τόσο βαθιά
που δεν ακούγεται καθόλου,
αλλά εσύ είσαι η μουσική
όσο η μουσική διαρκεί.
(Τ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός)
Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου