ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
"Ἀντίο φιλόξενη, γλυκιὰ γῆ, …"
(P. Gaugin)
Θὰ ἔλθεις, θὰ φύγεις, θὰ φύγεις, θὰ ἔλθεις. Βασικὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἐρχομὸς οὔτε φυγή. Αὐτὰ μεταξὺ ἄλλων ἔλεγε σὲ μιὰ συζήτηση ἕνας "στάρετς", στὸν συμπαθῆ premier τοῦ συγκλονιστικοῦ σήριαλ "ὁ χείμαρρος τῶν λύκων" καὶ ὄχι τῶν κέδρων! Polat Alemdar, ὅταν αὐτὸς τὸν ἐπεσκέφθη στὴν παράγκα του μέσα στὸ δάσος, καὶ τοὔψησε καφὲ πάνω στὰ ξύλα!
Ἡ σοφὴ ρήση αὐτὴ μοὔφερε στὸ νοῦ τὸν περίφημο πίνακα τοῦ Gaugin: "Ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε; Ποιοί εἴμαστε; Ποῦ πᾶμε;" ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὸ Μουσεῖο Καλῶν Τεχνῶν τῆς Βοστώνης. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Gaugin ἄθελα σκεπτόμαστε τὶς Νότιες θάλασσες, τὸ ὄνειρο ἑνὸς καλύτερου κόσμου σ’ ἕνα παρθένο δάσος. Ἡ ἄποψη αὐτὴ τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸ παρὸν ἐκ τῶν εὐλογιῶν καὶ φρικαλεοτήτων τοῦ πολιτισμοῦ, ἔχει ἀγγίξει ἤδη ἀπὸ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ καμάτου τοῦ ὀψίμου Ρωμαντισμοῦ, τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Δύσεως. Ὁ Gaugin βάδισε τὸν δρόμο αὐτό, δὲν βρῆκε ὅμως τὸν ἐλπιζόμενο παράδεισο. Μόνο στὰ ἔργα του τὸ ὄνειρο αὐτὸ ἔγινε πραγματικότητα. Στὶς συνθέσεις τῶν Νοτίων Θαλασσῶν κατάφερε τὴν ὑλοποίηση τῆς ἀνθρωπίνης καὶ καλλιτεχνικῆς του ἀποστολῆς, τὴν ὁποία ὅμως ἀπεπλήρωσε μὲ τὴν διαρκῆ ἀνησυχία τοῦ γυμνοῦ εἶναι, τοὺς σωματικοὺς πόνους καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν χαρῶν τῆς ζωῆς1.
Εἰκονογραφικὰ ὁ πίναξ παριστᾶ ἐντὸς ἑνὸς κυανοῦ, πρασίνου καὶ καφεκόκκινου τοπίου τῆς Ταϊτῆς, πολλὲς μόνο γυναῖκες μόνες ἢ σὲ ὁμάδες καὶ ποικίλες στάσεις. Τὸ τοπίο ἔχει πολλοὺς ὀφιοειδεῖς μὼβ κορμοὺς δένδρων μὲ λίγα φύλλα. Ἔτσι στὸ κέντρο τῆς συνθέσεως ὑψώνεται μία γυμνὴ μετὰ λεντίου κίτρινη γυναικεία μορφὴ μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια, ποὺ κρατοῦν ἕνα μῆλο -γιὰ νὰ τὸ δώσει στὸν Ἀδάμ; ποὺ ὅμως δὲν ὐπάρχει-, ὄπισθεν δὲ αὐτῆς μία ἑτέρα καθημένη μὲ ἐστραμμένα τὰ νῶτα. Πιὸ πέρα προβάλλουν δυὸ κοκκινωπὰ ἐνδεδυμένες "σεβίζουσες" καὶ πρὸς τὰ δεξιὰ στρεφόμενες σιλουέτες. Στὴν κάτω δὲ δεξιὰ γωνία βρίσκεται μία ὁμάδα τριῶν καθημένων γυναικῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία φέρει λευκὸ λέντιο, ἡ ἄλλη μπλοῦζα ἐνῶ ἡ τρίτη, μὲ ἐστραμμένα τὰ νῶτα της, εἶναι γυμνή. Οἱ δυὸ σηκώνουν τὸ χέρι τους πρὸς τὸ πρόσωπο ὡσὰν νὰ σκέπτονται. Ἀπὸ τὰ δεξιὰ δὲ ὁρμᾶ μέλας κύων, ἐνῶ κάτω ὑπάρχει ξαπλωμένο παιδίον.
Στὸ ἀριστερὸ τμῆμα τῆς συνθέσεως πρὸς τὰ ἄνω, παρίσταται εἴδωλο ἀνοικτοκύανο ἐπὶ ὀγκώδους ὑποποδίου en face μὲ ἀναπεπταμένα πλαγίως καὶ συμμετρικῶς τὰ χέρια, σύμβολο τοῦ "ἐπέκεινα", πρὸς τὰ δεξιὰ δὲ αὐτοῦ πλαγίως, ἄλλη μορφὴ μὲ μὼβ ἔνδυμα. Πιὸ κάτω ἐνφανίζεται ἕνα πτηνό (πιθανῶς φασιανός), ἕνα καθήμενο πλαγίως κοράσιο μὲ λευκὸ ἔνδυμα ποὺ τρώγει ἕνα μῆλο, μὲ δύο λευκὲς ὄπισθεν γάτες καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καθήμενη μία μεγάλη μαύρη αἶγα.
Τέλος, στὴν ἀριστερὴ γωνία ποζάρει μία γυμνὴ μὲ λέντιο μισοξαπλωμένη γυναῖκα, ἡ ὁποία στηρίζεται διαγώνια πάνω στὸ δεξί της χέρι, πλάϊ της δὲ μία γραῖα γυμνὴ μελαψὴ καθημένη ἀνακούκουδα καὶ θρηνοῦσα, καθὼς καὶ ἕνα παράξενο λευκὸ πουλὶ ποὺ κρατεῖ μία σαῦρα. Ὁ οὐρανὸς εἶναι κυανοῦς, ἐνῶ οἱ δύο γωνίες τοῦ πίνακα ἔντονα κίτρινες.
Ἀπὸ ἄποψη εἰκονολογικὴ τὸ ἔργο, ἀποπερατωθὲν τὸ 1898, ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τὸν Gaugin ὡς τὸ ἀποκορύφωμα τῶν σκέψεών του, ἕνα εἴδος καλλιτεχνικῆς διαθήκης. Εἶναι μία ἀλληγορία τῆς πνευματικῆς καὶ φυσικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γεννᾶται, ἀναπτύσσεται καὶ ἀποθνήσκει.
Οἱ τρεῖς γυναῖκες μετὰ τοῦ παιδίου ἀντιπροσωπεύουν τὸ ξεκίνημα τῆς ζωῆς. Ἡ μεσαία ὁμάδα συμβολίζει τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία τῆς νεαρᾶς ἐνήλικης ζωῆς. Ἡ τελευταία ἀριστερὰ μὲ τὴν γραῖα, σημαίνει ὅτι αὕτη προσεγγίζει τὸν θάνατο παραιτημένη καὶ συμφιλιωμένη στὶς σκέψεις της, ἐνῶ τὸ λευκὸ πουλὶ τὴν ματαιότητα τῶν λέξεων.
Ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε; Δύσκολη ἡ ἀπάντηση. Ἀπὸ τοὺς Πρωτοπλάστους, τοὺς προγόνους καὶ τοὺς γονεῖς μας, οἱ ὁποῖοι ὅμως τώρα ἔχουν γίνει "γῆ καὶ σποδός" (Σοφ. Σειρ. 10, 9) κατὰ τό "ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ" (Γέν. 3, 19).
Τὸ ἔργο δημιούργησε ὁ Gaugin ἐπηρρεασμένος ἀπὸ τὸν δάσκαλό του Ἐπίσκοπο τῆς Ὀρλεάνης Felix Dupanloup καὶ τὴν κατήχησή του.
Ἀπὸ ρυθμολογικὴ ἄποψη ἀνήκει στὸ ρεῡμα τοῦ μετα-εμπρεσιονισμοῦ καὶ δὴ τοῦ φωβισμοῦ, μὲ ἔντονες κλουαζονιστικὲς καὶ ἁπλοϊκὲς τάσεις στὰ σχήματα καὶ χρώματα, οἱ δὲ μορφές του ἀποπνέουν τὸ εὐωδιαστό (Noa Noa) τῶν ἰθαγενῶν τῆς Ταϊτῆς μὲ τὶς ἰδιότυπες πλαδαρὲς ἀλλὰ καὶ γοητευτικὲς καμπύλες τους.
Ὁ Gaugin ἀναζητοῦσε τὸν παράδεισο στὰ ἐξωτικὰ νησιὰ τῆς Πολυνησίας μὲ ἔντονο, φυσικὸ ἐρωτικὸ χρῶμα καὶ ὑπόβαθρο, καὶ δὲν τὸν βρῆκε. Μήπως θὰ τὸν βροῦμε ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε μέσα στὸ σημερινὸ κόσμο, τὸν ὁποῖο μεταλλάσσουμε συχνάκις σὲ "ἄκοσμο";
"Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν." (Ἑβρ. 13, 14).
__________________________________
1- H. Platte, Ta Matete, Στουτκάρδη 1959, 3.
Δείτε εδώ μια παλαιότερη, επιγραμματική αναφορά της Ιδιωτικής Οδού στον πίνακα του Gaugin.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου