Του Διονύση Μακρή
ΜΕΡΟΣ Α’
Χωμένος στό εργαστήρι του, τό μικρό ξυλουργείο πού διατηρούσε σέ ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα στό ασκητικό του κελί στήν έρημο των Καυσοκαλυβίων τού Αγίου Όρους και άφοσιωμένος στό εργόχειρό του, την κατασκευή μικρών ξύλινων σταυρών, ο γέροντας ασκητής αδυνατούσε νά ακούσει τό νεαρό διάκο του δεσπότη, ο όποιος έστεκε στήν αυλόπορτα του κελιού των Εισοδίων τής Θεοτόκου.
Ευλογείτε, γέροντα. Γέροντα εύλογείτε, φώναζε καί ξαναφώναζε άλλά άπόκριση δεν έπαιρνε. Πήρε τότε την άπόφαση καί άνοιξε την αυλόπορτα μπαίνοντας μέσα. Πήγε κατευθείαν στό χώρο άπό όπου άκουγόταν ό θόρυβος. Είδε τόν γέροντα σκυμμένο νά σκαλίζει μέ επιμέλεια καί άφοσίωση ένα ξύλο ένώ ταυτόχρονα έλεγε συντονισμένα τήν προσευχή «Κύριε ήμών Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού έλέησόν με». Είχε γυρισμένη τήν πλάτη καί δέν είδε πού μπήκε ό νεαρός διάκονος.
Ωστόσο, χωρίς νά γυρίσει νά τόν δει είπε: «Καλώς τον-καλώς τον!» -Γέροντα ευλογείτε!
-Ό Κύριος Ιησούς Χριστός νά σέ ευλογεί καί νά σέ ενδυναμώνει στό δρόμο της σωτηρίας.
- Μέ έστειλε ό δεσπότης νά σου πώ, πώς σέ λίγο αναχωρεί. Θά ήθελε νά σέ χαιρετίσει.
-Δέν έρχομαι, δέν έρχομαι! Πες στό Σεβασμιώτατο ότι θά τόν έπισκεφθώ αύριο στό κελί του. Άλλωστε ή Παναγία μας με πληροφόρησε ότι θά τόν κρατήσει έναν ολάκερο μήνα στό Περιβόλι Της.
-Γέροντα δέν καταλάβατε. Ό δεσπότης έχει έτοιμασθεί γιά νά άναχωρήσει. Θά βγει έξω.
-Πήγαινε Διάκο καί πές του πώς θά τον δώ αύριο.
Ό νεαρός διάκονος έκανε μία βαθειά ύπόκλιση στόν γέροντα καί γύρισε στό κελί πού διατηρούσε ό δεσπότης στά Καυσοκαλύβια, προκειμένου αύτός άλλά και τά καλογέρια του νά άναπνέουν αγιορείτικο άέρα και θυμίαμα καί νά λαμβάνουν τίς ξεχωριστές καί μοναδικές πνευματικές δωρεές καί ευλογίες πού ή Αγία Θεοτόκος προσφέρει στους «κηπουρούς» τού περιβολιού Της!
-Σεβασμιώτατε, ό γέροντας είπε πώς θά σάς δει αύριο. Αρνήθηκε νά έρθει λέγοντας ότι ή Παναγία θά σάς κρατήσει άκόμη ένα μήνα στά Καυσοκαλύβια.
-Τού είπες βρέ εύλογημένε πώς φεύγω.
- Ναί σεβασμιώτατε, τό είπα πολλές φορές άλλά φαίνεται πώς δέν τό κατάλαβε.
-Δέσποτα μήν τόν παρεξηγείς τόν παπά- Βασίλειο. Έχει πολλές παραξενιές, είπε ένας άλλος μοναχός.
-Καλά-καλά. Τό μουλάρι είναι έτοιμο;
-Ναί, ελάτε νά σάς βοηθήσουμε νά ανεβείτε γιατί έχουμε άρκετό δρόμο μπροστά μας. Τό πλοίο δέν θά έρθει στά Καυσοκαλύβια λόγω καιρού καί πρέπει νά πάμε άπό τό μονοπάτι μέχρι τή Σκήτη τής Αγίας Αννας. Εκεί θά προσεγγίσει τό ταχύπλοο, πού θά μάς μεταφέρει στήν Ούρανούπολη.
Ο Δεσπότης, αφού άσπάστηκε με εύλάβεια τίς ιερές εικόνες καί τά καλογέρια πού θά έμεναν στό κελί άνέβηκε στά ζωντανό. Ακολούθησαν πίσω του δύο ιερομόναχοι καί ό διάκος καθώς καί δύο λαϊκοί, πνευματικά παιδιά τού φιλομόναχου επισκόπου, ένας έκ τών οποίων ήταν γιατρός.
Δέν είχε περάσει ούτε μισή -ώρα άπό τήν άναχώρηση του, όταν οι μοναχοί πού είχαν μείνει πίσω στό κελί, είδαν τή συνοδεία τού επισκόπου καί τόν ίδιο νά επιστρέφουν.
-Σεβασμιώτατε τί πάθατε, γιατί γυρίσατε πίσω;
-Δέν βλέπεις βρέ εύλογημένε τό πόδι μου; Κάτι τρόμαξε τό μουλάρι καί μέ έριξε κάτω. Εύτυχώς πού δέν έσπασα τό πόδι μου, όπως λέει ό Κώστας (σ.σ. ό γιατρός)
-Είναι πάντως πολύ δυνατό τό χτύπημα. Φοβάμαι σεβασμιώτατε, μήν τυχόν καί τό έχετε ραγίσει. Γϊ αυτό καλό θά ήταν νά τό κρατήσετε σέ άκινησία 20-30 ήμέρες, μίας καί άδυνατούμε νά βγάλουμε άκτίνες γιά νά δούμε τό μέγεθος τής ζημιάς. Τό θετικό είναι, όπως ήδη σάς είπα, ότι μπορείτε καί κουνάτε τό πόδι σας καί τό πατάτε. 'Η Παναγιά σάς φύλαξε δεσπότη μου καί δέν χτυπήσατε σέ καμιά πέτρα πέφτοντας..
- Ναί Κώστα είδες τίς πέτρες πού ήταν μόλις ένα μέτρο πιό κάτω άπ’έκεί πού μέ έριξε τό μουλάρι. Ο Χριστός καί ή Παναγιά μέ φύλαξαν.
Καταπονημένος ό Επίσκοπος ξάπλωσε νά ξεκουραστεί, αφού οί πόνοι άπό τό χτύπημα ήταν πλέον πιό έντονοι.
Ή είδηση τού άτυχου συμβάντος κυκλοφόρησε άστραπιαία σέ όλη τή σκήτη τών Καυσοκαλυβίων. Όλοι τό έμαθαν έκτος άπό τόν παράξενο -απόμακρο μοναχό τόν π. Βασίλειο. Πολλοί μοναχοί έτρεξαν γιά νά ευχηθούν περαστικά στόν τραυματισμένο Επίσκοπο άλλά δέν μπόρεσαν νά τόν δουν προσωπικά, αφού ό Κώστας ό γιατρός, τού συνέστησε ξεκούραση.
Τήν επόμενη ήμέρα τό πρωί ό δεσπότης πονούσε λιγότερο. Μέ δυσκολία ώστόσο, παρακολούθησε τό μοναχικό κανόνα, μεσονυκτικό καί όρθρο καί κοινώνησε τών άχράντων μυστηρίων. Ήταν περίπου 11 τό πρωί, όταν τό κατώφλι τού επισκοπικού κελιού στά Καυσοκαλύβια περνούσε ό παπά-Βασίλειος.
Μόλις τόν είδε ό διάκος νά στέκεται αγέρωχα στήν πόρτα θυμήθηκε τά προορατικά λόγια του, ότι ό δεσπότης θά έμενε άλλον έναν μήνα στά Καυσοκαλύβια κατά τήν πληροφόρηση πού είχε άπό τήν Παναγία μας.
-Ευλογείτε σεβασμιώτατε, ευλογείτε!
-'Ο Κύριος πάτερ μου, ό Κύριος. Κάτσε τού λόγου σου νά πιούμε ένα καφεδάκι.
-Γιατί είναι μπαταρισμένο σεβασμιώτατε τό πόδι σας; Τί πάθατε; Ρώτησε μέ διαγραφόμενη έκπληξη καί άπορία στό πρόσωπό του ό παράξενος ψηλός στό άνάστημα μοναχός.
Τότε ο δεσπότης θυμήθηκε τά λόγια πού είπε ό πάπα-Βασίλης στό Διάκο του.
-Έχω ένα παράπονο Βασίλειε νά σου εκφράσω. Καλά είπες στό Διάκο μου ότι ή Παναγία σέ πληροφόρησε πώς θά μείνω άκόμη ένα μήνα καί άρνήθηκες χθές νά έρθεις νά μέ κατευοδώσεις. Δέν μπορούσες μωρέ εύλογημένε νά μέ ενημερώσεις νά μήν φύγω καί πάθω τό άτύχημα; είπε χαριτολογώντας ό Επίσκοπος.
- Μά τί συνέβη; Γιά ποιό άτύχημα μιλάτε σεβασμιώτατε;
-Δέν έμαθες πώς μέ γκρέμισε τό μουλάρι καθώς πηγαίναμε άπό τό μονοπάτι γιά τή Σκήτη τής Αγίας Αννας;
-Όχι, όχι! Ευλογείτε σεβασμιώτατε δέν τό έμαθα. Χτυπήσατε πολύ;
-Χτύπησα, όσο χρειάζεται νά μείνω, όπως είπες στό Διάκο ένα άκόμη μήνα, ένώ τρέχουν πολλά θέματα στή Μητρόπολη μου.
-Έτσι ήθελε ή Παναγιά σεβασμιώτατε;
Φαίνεται πώς σάς χρειάζεται στό περιβόλι Της.
'Ο δεσπότης γνώριζε ότι ό παπά-Βασίλειος ό Καυσοκαλυβίτης έφερε ώς δώρο τής Παναγίας τό προορατικό χάρισμα. Έτσι άπό διάκριση άπέφυγε νά τόν ρωτήσει γιά τό πώς γνώριζε ότι ή παραμονή του έκτος των δύο εβδομάδων πού ήδη είχαν συμπληρωθεί θά έπιμηκυνόταν γιά άλλες τριάντα ήμερες!
Σ’ αντίθεση με τόν Επίσκοπο ό νεαρός Διάκος κινούμενος κυρίως άπό περιέργεια καί έκ τής άπουσίας πνευματικής πείρας άπευθύνθηκε στόν γέροντα Βασίλειο.
-Γέροντα γνωρίζατε ότι θά πάθαινε ατύχημα ό δεσπότης καί μού τό άποκρύψατε;
-“Οχι, εύλογημένε. Έάν είχα τέτοια πληροφορία θά τήν άπέκρυπτα. Χριστιανοί είμαστε...
-Τότε γιατί δεν άνταποκριθήκατε στήν πρόσκληση τού σεβασμιωτάτου καί μου είπατε πώς θά τόν δείτε σήμερα;
-Διάκο γίνεσαι αυθάδης καί άσεβής άπέναντι στόν γέροντα! Είπε τότε ό δεσπότης, προσπαθώντας νά δώσει τέλος στήν αύθάδεια τού νεαρού διακόνου του.
-Άστο σεβασμιώτατε, τό παιδί. Έχει καλή διάθεση καί άπό αγάπη με ρωτάει.
'Ο διάκονος άπό ντροπή λόγω τής δημόσιας έπίπληξης τού δεσπότη είχε κοκκινίσει σάν τό παντζάρι καί είχε σκύψει τό κεφάλι, ώς ένδειξη άναγνώρισης τού λάθους του, τό όποιο προκλήθηκε άπό τήν πνευματική απειρία καί τήν άπουσία άνάλογων βιωμάτων.
'Ο παπά -Βασίλης μέ μία μόνο δρασκελιά έφθασε τότε δίπλα του καί τόν άγκάλιασε. Εκείνος αύθόρμητα γονάτισε πιάνοντας μέ τά χέρια του τά πόδια τού παράξενου γέροντα.
-Σεβασμιώτατε, μιάς καί θά μείνετε δεν μου στέλνεις τό διάκο αύριο νά μέ βοηθήσει νά μεταφέρουμε λίγες πέτρες; Φαίνεται γεροδεμένο παιδί.
-Μέ τήν ευχή μου Βασίλειε, πάρτον μαζί σου νά σέ βοηθήσει.
Τήν έπόμενη ήμερα ό διάκος στεκόταν πρωί-πρωί έξω άπό τήν πόρτα τού πατρός Βασιλείου στό κελί τών Είσοδίων τής Θεοτόκου στά Καυσοκαλύβια.
'Ο γέροντας του έγνεψε νά περάσει μέσα καί τόν οδήγησε στήν Εκκλησία γιά νά προσκυνήσει.
Μέσα στό κελί ύπήρχε τάξη.
“Ολα ήταν τακτοποιημένα.
'Ο γέροντας τού πρότεινε νά καθίσει σέ ένα μικρό σκαμνάκι μέχρι νά έτοιμάσει ένα κέρασμα.
-Από πού είσαι διάκο;
- Άπό τήν Αθήνα γέροντα. Στήν Αθήνα γεννήθηκα καί μεγάλωσα. Οι γονείς μου όμως κατάγονται άπό τήν Κρήτη ό πατέρας μου καί άπό τή Νάξο ή μητέρα μου άλλά ζουν μόνιμα στόν Πειραιά.
- Γέροντα-συνέχισε ό διάκος-συγνώμη γιά τή χθεσινή άπρέπειά μου.
-Συγχωρεμένος νά είσαι. Γιά νά μην σου μείνει καμιά απορία καί γιά νά διώξεις τούς λογισμούς του πονηρού πού σέ ταλανίζουν άπό χθές εμφυτεύοντας διάχυτα τό φόβο θά σού πώ έξομολογητικά τό πώς μέ πληροφόρησε ή Παναγιά μας. Λίγο πρίν έρθεις καθώς εργαζόμουν στό ξυλουργείο ακόυσα τόν δεσπότη νά σέ προστάζεινά έρθεις νά μέ προσκαλέσεις.
Κίνησα τότε νά μεταβώ στό κελάκι μου νά σουλουπωθώ λίγο άφήνοντας τό έργόχειρό μου. Τότε όμως άκουσα τή γλυκιά φωνή τής Παναγιάς μας πού μέ πληροφορούσε πώς ό δεσπότης θά έμενε άλλες τριάντα ήμέρες. Σύνδεσα τήν πληροφορία μέ τή συνέχιση του εργόχειρου καί τήν προσευχή κι άποφάσισα νά έπισκεφθώ σήμερα τόν δεσπότη.
-Δηλαδή δέν είχες πληροφορία γιά τό άτύχημα;
-Όχι βρέ εύλογημένε. Τί λές άν είχα τέτοια πληροφορία δέν θά ενημέρωνα τό σεβασμιώτατο; Τί σόι χριστιανός θά λεγόμουν τότε;
Ό διάκος χαμογέλασε. Άλλά καί πάλι δέν ικανοποιήθηκε πλήρως.
-Έχεις πολλά νά μάθεις άκόμη, διάκο. Ένα όμως νά ξέρεις στήν ιερατική πορεία σου. 'Ο Θεός δέν ανακαλύπτεται άλλά άποκαλύπτεται στόν άνθρωπο μόνο διά της ταπεινώσεως. Χωρίς ταπείνωση κανένας δέν προσεγγίζει τό Θεό. Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση! Αυτή είναι ή συνταγή πού ανοίγει διάπλατα τήν πόρτα του ουρανού. Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση!
Χωρίς αυτή ό άνθρωπος είναι μηδενικό ένώ όταν πορεύεται μαζί της γίνεται μικρός θεός κατά τή σοφή ρήση του προφητάνακτος Δαυίδ. Άντε τώρα έλα νά μέ βοηθήσεις νά μεταφέρουμε αυτές τίς πέτρες.
Διάκε, είπε ό παπά Βασίλης
«Νά σκέπτεσαι τό θάνατο επτά φορές τήν ώρα
Υπήρχαν κι άλλοι στή ζωή πού δέν ύπάρχουν τώρα.
Σέ κάθε βήμα πρόσεχε
του Σατανά τό βρόχι
Μήν άδικήσεις ορφανούς,
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου